του Χρήστου Ηλιόπουλου
Δικηγόρου παρ’ Αρείω Πάγω,
Master of Laws. e-mail: bm-bioxoi@otenet.gr
Όλο και πιο πολλά είναι τα διαζύγια στην Ελλάδα, επομένως όλο και πιο συχνά εμφανίζεται η ανάγκη της ρύθμισης των περιουσιακών σχέσεων των συζύγων μετά το διαζύγιο. Ο κάθε σύζυγος δικαιούται να ασκήσει αγωγή στο δικαστήριο κατά του άλλου συζύγου ζητώντας μέρος της αυξήσεως της περιουσίας του άλλου συζύγου εντός προθεσμίας δύο ετών από τότε που λύθηκε ο μεταξύ τους γάμος. Εάν παρέλθει η προθεσμία αυτή, τότε ο σύζυγος χάνει το δικαιώμά του να ζητήσει συμμετοχή στα αποκτήματα του άλλου συζύγου.
Η βασική αρχή στην ρύθμιση των οικονομικών θεμάτων των (πρώην) συζύγων είναι ότι ο σύζυγος που συνέβαλε στην αύξηση της περιουσίας του άλλου συζύγου, όσο διήρκεσε ο μεταξύ τους γάμος, δικαιούται να λάβει πίσω όσα ωφελήθηκε ο άλλος σύζυγος από την συμβολή αυτή.
Η μέτρηση της αύξησης της περιουσίας του ενός συζύγου γίνεται ως εξής: Υπολογίζεται πρώτα ποιά ήταν η αξία όλων των περιουσιακών στοιχείων του κατά την ημέρα που έλαβε χώρα ο γάμος. Ακολούθως, υπολογίζεται η αξία της περιουσίας του κατά τον χρόνο της λύσης του γάμου, δηλ. του διαζυγίου. Εάν έχει προκύψει αύξηση, τότε ο άλλος σύζυγος δικαιούται να ζητήσει ένα μέρος της αυξήσεως αυτής, αναλόγως του πόσο συνέβαλε στην αύξηση αυτή. Δεν υπολογίζονται στην αύξηση κληρονομιές ή δωρεές που έλαβε ο σύζυγος όσο διαρκούσε ο γάμος, ούτε τα χρήματα που τυχόν εισέπραξε από την πώληση περιουσίας που είχε λάβει από κληρονομιά ή δωρεά.
Επί παραδείγματι, εάν κατά τον χρόνο του γάμου του ο ένας σύζυγος είχε περιουσία, ήτοι κινητά, ακίνητα, τραπεζικούς λογαριασμούς, μετοχές κλπ. αξίας 180.000 ευρώ, ενώ κατά τον χρόνο του διαζυγίου η περιουσία του αποτιμάται σε 330.000 ευρώ, η αύξηση της περιουσίας του είναι 330.000 μείον 180.000 = 150.000 ευρώ. Επί των 150.000 ευρώ ο άλλος σύζυγος δικαιούται να ζητήσει το ποσοστό κατά το οποίο συνέβαλε με οποιονδήποτε τρόπο στην αύξηση αυτή.
Ο νόμος στην Ελλάδα ξεκινάει από το ότι ο κάθε σύζυγος δικαιούται το 1/3 επί της αυξήσεως της περιουσίας του άλλου συζύγου κατά την διάρκεια του γάμου. Επομένως, στο παράδειγμά μας, εάν η αύξηση της περιουσίας του ενός συζύγου ήταν 150.000 ευρώ, ο νόμος επιτρέπει στον άλλον να αξιώσει κατ’ αρχάς το 1/3, δηλ. 50.000 ευρώ. Αυτό όμως δεν απαγορεύει στον κάθε σύζυγο να αποδείξει ότι η συμμετοχή του άλλου συζύγου ήταν μικρότερη ή μεγαλύτερη από το 1/3. Ο σύζυγος του οποίου η περιουσία αυξήθηκε μπορεί να αποδείξει ότι ο άλλος σύζυγος δεν τον βοήθησε καθόλου κατά την διάρκεια της κοινής ζωής τους, άρα ότι ο άλλος δεν δικαιούται ούτε το 1/3. Ο άλλος σύζυγος, αντιθέτως, θα επιδιώξει να αποδείξει ότι συνέβαλε πολύ περισσότερο από το αναμενόμενο στην αύξηση της περιουσίας του άλλου συζύγου, άρα δικαιούται ποσοστού μεγαλύτερου του 1/3, πχ. δικαιούται το μισό της αυξήσεως της περιουσίας του άλλου.
Στην υπ΄αριθ. 1105/2007 απόφαση του Αρείου Πάγου προέκυψε ζήτημα εάν στην αξία της περιουσίας που έχει ο ένας σύζυγος κατά τον χρόνο του διαζυγίου πρέπει να υπολογισθεί και ο κοινός λογαριασμός που έχει με κάποιον τρίτον, π.χ. έναν συνεταίρο του, ή ένα συγγενικό του πρόσωπο.
Το δικαστήριο απάντησε στο ερώτημα κατ’ αρχάς καταφατικώς, λέγοντας ότι αφού ο σύζυγος δικαιούται να πάρει από την τράπεζα από τον κοινό τραπεζικό λογαριασμό ακόμα και ολόκληρο το ποσό του λογαριασμού, ασφαλώς και πρέπει αυτό το ποσό να προστεθεί στην αξία της περιουσίας τους. Ωστόσο, ο Άρειος Πάγος διευκρίνισε ότι ο σύζυγος που έχει τον κοινό λογαριασμό με τον τρίτον, μπορεί να αποδείξει ότι από τα χρήματα του κοινού λογαρισμού δεν δικαιούται ολόκληρο το ποσό, αλλά μόνο ένα τμήμα του. Μπορεί δηλαδή να αποδείξει ότι ο κοινός λογαριασμός είναι με τον συνεταίρο του σε μία εταιρεία, ότι ο κοινός λογαριασμός περιλαμβάνει τα κέρδη τους από την κοινή τους επιχείρηση και ότι κατά το καταστατικό της εταιρείας τους ο σύζυγος έχει λαμβάνειν μόνο το 35% των κερδών.
Εάν ο ισχυρισμός αυτός αποδειχθεί αληθής, τότε στην περιουσία του συζύγου δεν θα υπολογισθεί ολόκληρο το ποσό του κοινού λογαριασμού, αλλά μόνο το 35% του ποσού αυτού. Το 35% του κοινού λογαριασμού θα προστεθεί στα άλλα περιουσιακά στοιχεία που έχει κατά τον χρόνο του διαζυγίου ο σύζυγος και αφού αφαιρεθεί η αξία της περιουσίας που είχε όταν έγινε ο γάμος, θα εξευρεθεί το πόσο αυξήθηκε η περιουσία του. Επί του ποσού της αυξήσεως, ο άλλος σύζυγος θα επιδιώξει να λάβει όσο μεγαλύτερο τμήμα, ακόμα και πάνω από το 1/3, ενώ ο σύζυγος του οποίου αυξήθηκε η περιουσία θα επιδιώξει να ελαχιστοποιήσει την συμμετοχή του άλλου συζύγου στην αύξηση αυτή.
Δικηγόρου παρ’ Αρείω Πάγω,
Master of Laws. e-mail: bm-bioxoi@otenet.gr
Όλο και πιο πολλά είναι τα διαζύγια στην Ελλάδα, επομένως όλο και πιο συχνά εμφανίζεται η ανάγκη της ρύθμισης των περιουσιακών σχέσεων των συζύγων μετά το διαζύγιο. Ο κάθε σύζυγος δικαιούται να ασκήσει αγωγή στο δικαστήριο κατά του άλλου συζύγου ζητώντας μέρος της αυξήσεως της περιουσίας του άλλου συζύγου εντός προθεσμίας δύο ετών από τότε που λύθηκε ο μεταξύ τους γάμος. Εάν παρέλθει η προθεσμία αυτή, τότε ο σύζυγος χάνει το δικαιώμά του να ζητήσει συμμετοχή στα αποκτήματα του άλλου συζύγου.
Η βασική αρχή στην ρύθμιση των οικονομικών θεμάτων των (πρώην) συζύγων είναι ότι ο σύζυγος που συνέβαλε στην αύξηση της περιουσίας του άλλου συζύγου, όσο διήρκεσε ο μεταξύ τους γάμος, δικαιούται να λάβει πίσω όσα ωφελήθηκε ο άλλος σύζυγος από την συμβολή αυτή.
Η μέτρηση της αύξησης της περιουσίας του ενός συζύγου γίνεται ως εξής: Υπολογίζεται πρώτα ποιά ήταν η αξία όλων των περιουσιακών στοιχείων του κατά την ημέρα που έλαβε χώρα ο γάμος. Ακολούθως, υπολογίζεται η αξία της περιουσίας του κατά τον χρόνο της λύσης του γάμου, δηλ. του διαζυγίου. Εάν έχει προκύψει αύξηση, τότε ο άλλος σύζυγος δικαιούται να ζητήσει ένα μέρος της αυξήσεως αυτής, αναλόγως του πόσο συνέβαλε στην αύξηση αυτή. Δεν υπολογίζονται στην αύξηση κληρονομιές ή δωρεές που έλαβε ο σύζυγος όσο διαρκούσε ο γάμος, ούτε τα χρήματα που τυχόν εισέπραξε από την πώληση περιουσίας που είχε λάβει από κληρονομιά ή δωρεά.
Επί παραδείγματι, εάν κατά τον χρόνο του γάμου του ο ένας σύζυγος είχε περιουσία, ήτοι κινητά, ακίνητα, τραπεζικούς λογαριασμούς, μετοχές κλπ. αξίας 180.000 ευρώ, ενώ κατά τον χρόνο του διαζυγίου η περιουσία του αποτιμάται σε 330.000 ευρώ, η αύξηση της περιουσίας του είναι 330.000 μείον 180.000 = 150.000 ευρώ. Επί των 150.000 ευρώ ο άλλος σύζυγος δικαιούται να ζητήσει το ποσοστό κατά το οποίο συνέβαλε με οποιονδήποτε τρόπο στην αύξηση αυτή.
Ο νόμος στην Ελλάδα ξεκινάει από το ότι ο κάθε σύζυγος δικαιούται το 1/3 επί της αυξήσεως της περιουσίας του άλλου συζύγου κατά την διάρκεια του γάμου. Επομένως, στο παράδειγμά μας, εάν η αύξηση της περιουσίας του ενός συζύγου ήταν 150.000 ευρώ, ο νόμος επιτρέπει στον άλλον να αξιώσει κατ’ αρχάς το 1/3, δηλ. 50.000 ευρώ. Αυτό όμως δεν απαγορεύει στον κάθε σύζυγο να αποδείξει ότι η συμμετοχή του άλλου συζύγου ήταν μικρότερη ή μεγαλύτερη από το 1/3. Ο σύζυγος του οποίου η περιουσία αυξήθηκε μπορεί να αποδείξει ότι ο άλλος σύζυγος δεν τον βοήθησε καθόλου κατά την διάρκεια της κοινής ζωής τους, άρα ότι ο άλλος δεν δικαιούται ούτε το 1/3. Ο άλλος σύζυγος, αντιθέτως, θα επιδιώξει να αποδείξει ότι συνέβαλε πολύ περισσότερο από το αναμενόμενο στην αύξηση της περιουσίας του άλλου συζύγου, άρα δικαιούται ποσοστού μεγαλύτερου του 1/3, πχ. δικαιούται το μισό της αυξήσεως της περιουσίας του άλλου.
Στην υπ΄αριθ. 1105/2007 απόφαση του Αρείου Πάγου προέκυψε ζήτημα εάν στην αξία της περιουσίας που έχει ο ένας σύζυγος κατά τον χρόνο του διαζυγίου πρέπει να υπολογισθεί και ο κοινός λογαριασμός που έχει με κάποιον τρίτον, π.χ. έναν συνεταίρο του, ή ένα συγγενικό του πρόσωπο.
Το δικαστήριο απάντησε στο ερώτημα κατ’ αρχάς καταφατικώς, λέγοντας ότι αφού ο σύζυγος δικαιούται να πάρει από την τράπεζα από τον κοινό τραπεζικό λογαριασμό ακόμα και ολόκληρο το ποσό του λογαριασμού, ασφαλώς και πρέπει αυτό το ποσό να προστεθεί στην αξία της περιουσίας τους. Ωστόσο, ο Άρειος Πάγος διευκρίνισε ότι ο σύζυγος που έχει τον κοινό λογαριασμό με τον τρίτον, μπορεί να αποδείξει ότι από τα χρήματα του κοινού λογαρισμού δεν δικαιούται ολόκληρο το ποσό, αλλά μόνο ένα τμήμα του. Μπορεί δηλαδή να αποδείξει ότι ο κοινός λογαριασμός είναι με τον συνεταίρο του σε μία εταιρεία, ότι ο κοινός λογαριασμός περιλαμβάνει τα κέρδη τους από την κοινή τους επιχείρηση και ότι κατά το καταστατικό της εταιρείας τους ο σύζυγος έχει λαμβάνειν μόνο το 35% των κερδών.
Εάν ο ισχυρισμός αυτός αποδειχθεί αληθής, τότε στην περιουσία του συζύγου δεν θα υπολογισθεί ολόκληρο το ποσό του κοινού λογαριασμού, αλλά μόνο το 35% του ποσού αυτού. Το 35% του κοινού λογαριασμού θα προστεθεί στα άλλα περιουσιακά στοιχεία που έχει κατά τον χρόνο του διαζυγίου ο σύζυγος και αφού αφαιρεθεί η αξία της περιουσίας που είχε όταν έγινε ο γάμος, θα εξευρεθεί το πόσο αυξήθηκε η περιουσία του. Επί του ποσού της αυξήσεως, ο άλλος σύζυγος θα επιδιώξει να λάβει όσο μεγαλύτερο τμήμα, ακόμα και πάνω από το 1/3, ενώ ο σύζυγος του οποίου αυξήθηκε η περιουσία θα επιδιώξει να ελαχιστοποιήσει την συμμετοχή του άλλου συζύγου στην αύξηση αυτή.